πούθε

πούθε
επίρρ. откуда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πούθε" в других словарях:

  • πούθε — Ν (τοπ. επίρρ.) 1. από ποιο μέρος, από πού («πούθε ήρθες;») 2. φρ. «πούθε βαστάει η σκούφια του» από πού κατάγεται, τί είδους άνθρωπος είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πόθεν, με επίδραση τού ερωτηματικού ποῦ] …   Dictionary of Greek

  • πούθε — επίρρ. τοπ. ερωτ., από πού, από ποιο μέρος: Ξένε μου, πούθε έρχεσαι, ξένε μου πού πηγαίνεις; (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πουθενά — Ν (τοπ. επίρρ.) σε κανένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούθε (< πόθεν) κατά τα εδω νά, εκει νά. Κατ άλλη άποψη, ο τ. πουθενά προήλθε (με καταβιβασμό τού τόνου κατά τα εδω νά, εκει νά) από έναν τ. πουθενά, ο οποίος έχει σχηματισθεί από το παλαιό… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — και κρατάω κράτησα, κρατήθηκα, κρατημένος 1. βαστάζω, πιάνω κάτι. 2. αντέχω, βαστώ. 3. κατάγομαι: Δεν ξέρουμε πούθε κρατάει η σκούφια του. 4. κατακρατώ: Μου κρατήσανε ένα μισθό. 5. εμποδίζω, συγκρατώ: Μη μας κρατάς, γιατί βιαζόμαστε. 6. κατέχω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»